Η αϋπνία είναι μια αρκετά συχνή διαταραχή του ύπνου με ποικίλες επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή αλλά και στην υγεία του ατόμου. Χαρακτηρίζεται από δυσκολία στην έναρξη, στη διατήρηση του ύπνου ή με πρώιμη αφύπνιση παρά τη θέληση του ατόμου, με σημαντική δυσφορία αλλά και στρες κατά τη διάρκεια της ημέρας (Ohayon, 2002). Ο επιπολασμός της αϋπνίας είναι σχετικά μεγάλος, περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού πάσχει από συμπτώματα αϋπνίας και περίπου το 10% πληροί τα κριτήρια της διαταραχής.

Η αϋπνία έχει αντίκτυπο στη ζωή του ατόμου καθώς επηρεάζει την καθημερινότητά του σε διάφορους τομείς (Morinetal., 2009) και συχνά επιμένει για πολλά χρόνια (Kyleetal.,2010). Τα κοινωνικά-οικονομικά κόστη είναι σημαντικά: τα άτομα που έχουν φτωχή ποιότητα ύπνου κοστίζουν περίπου δέκα φορές περισσότερο από εκείνους με καλύτερη ποιότητα ύπνου (Kyle et al.,2010). Αυτά τα κοινωνικά-οικονομικά κόστη οφείλονται στην αυξημένη κατανάλωση υγειονομικής περίθαλψης, αλλά κυρίως στη μειωμένη παραγωγικότητα της εργασίας και της αυξημένης απουσίας από την εργασία.

Επί πρόσθετα η αϋπνία συνδέεται και με άλλες οργανικές νόσους (καρδιαγγειακά νοσήματα) (Guoetal., 2013), καθώς και διαταραχές ψυχικής υγείας (κατάθλιψη) (Suh etal.,2013). Η φύση της σύνδεσης αυτών των διαταραχών με την αϋπνία δεν είναι πλήρως κατανοητή, ωστόσο ως επικρατούσα σύνδεση έχει προταθεί η χρόνια ενεργοποίηση του στρες σαν πιθανός δίαυλος μεταξύ αϋπνίας, κατάθλιψης και καρδιοαγγειακών νοσημάτων.

Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (CBT-I) θεωρείται ως η μόνη μη φαρμακευτική θεραπεία  εκλογής για την αϋπνία. Ως τώρα έχουν δημοσιευτεί 15 μεταναλύσεις που αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα της ΓΣΨ στην πρωτοπαθή αϋπνία, αλλά και στην αϋπνία ως μια συνοσηρή κλινική οντότητα (Riemnann et al., 2017). Επιτυχής έχει αποδειχτεί η ατομική αλλά και η ομαδικού τύπου ψυχοθεραπεία.

Η συγκεκριμένη θεραπεία περιλαμβάνει την ψυχοεκπαίδευση/εκμάθηση κανόνων υγιεινής του ύπνου, τον περιορισμό του ύπνου, τις ασκήσεις χαλάρωσης και τη γνωσιακή αναδόμηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων για την αϋπνία (RiemannandPerlis, 2009).

Η ψυχοεκπαίδευση/υγιεινή του ύπνου, τυπικά περιλαμβάνει αυτό που ονομάζουμε εκμάθηση των κανόνων υγιεινής του ύπνου. Αυτοί οι κανόνες είτε σχετίζονται με παράγοντες που ευνοούν ή όχι την υγεία του ατόμου (π.χ. φυσική δραστηριότητα), είτε σχετίζονται με περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν ή όχι τον ύπνο του ατόμου (π.χ. το φως, η θερμοκρασία, ο θόρυβος). Επιπλέον, η ψυχοεκπαίδευση περιλαμβάνει πληροφορίες και γνώσεις σχετικά με την αρχιτεκτονική του ύπνου και τις αλλαγές που προκύπτουν σε κάθε ηλικιακή φάση. Στόχος της παραπάνω τεχνικής είναι  πρώτον, να παράσχει γνώση στο άτομο σχετικά με τον ύπνο του και δεύτερον να καταστήσει το άτομο ικανό να αυξάνει ή να περιορίζει δυσλειτουργικές ή μη συνήθειες που επηρεάζουν την ποιότητα του ύπνου του (Riemnannetal., 2017).

Τεχνικές χαλάρωσης. Η  θεραπεία χαλάρωσης περιλαμβάνει την αναπνευστική επανεκπαίδευση, τη νευρομϋική χαλάρωση, τη νοερή αναπαράσταση εικόνων αλλά και την ενσυνειδητότητα (mindfulness). Ο στόχος της χαλάρωσης είναι η μείωση της σωματικής έντασης, αλλά και η διαχείριση των δυσλειτουργικών σκέψεων του ατόμου την ώρα της κατάκλισης.

Συμπεριφορικές τεχνικές (περιορισμός του ύπνου, έλεγχος ερεθίσματος).

Ο περιορισμός του ύπνου είναι μια τεχνική που προτρέπει τον ασθενή με αϋπνία να παραμείνει στο κρεβάτι μόνο τις ώρες που εκείνος έχει αναφέρει στο ημερολόγιο ύπνου ότι πράγματι κοιμάται. Ο χρόνος αυτός αλλάζει αναλόγως με την αποτελεσματικότητα της τεχνικής (Spielmanetal., 1987). Αυτή η τεχνική εφαρμόζεται καθώς οι ασθενείς τείνουν να περνούν πολύ χρόνο στο κρεβάτι με σκοπό να αντισταθμίσουν την έλλειψη ύπνου τους.

Ο έλεγχος ερεθίσματος είναι μια συμπεριφορική τεχνική σχεδιασμένη να συνδέει το κρεβάτι ή το υπνοδωμάτιο μόνο με τον ύπνο και αν εγκαθιδρύει ένα επαρκές ωράριο ύπνου-εγρήγορσης. Ειδικότερα, οι ασθενείς προτρέπονται (1) να πηγαίνουν για ύπνο μόνο όταν νυστάξουν, (2) να σηκώνονται από το κρεβάτι μετά από 15΄-20΄ αν είναι δύσκολο να κοιμηθούν, (3) να χρησιμοποιούν το κρεβάτι μόνο για ύπνο και σεξουαλική δραστηριότητα (όχι τηλεόραση, ούτε χρήση κινητού), (4) να ξυπνούν την ίδια ώρα περίπου κάθε μέρα, (5) να μην κοιμούνται κατά τη διάρκεια της ημέρας (Bootzin, 1972).

Γνωσιακή Θεραπεία

Οι γνωσιακές στρατηγικές είναι ψυχολογικές μέθοδοι σχεδιασμένες να αναγνωρίζουν και να αλλάζουν τις δυσλειτουργικές πεποιθήσεις σχετικά με τον ύπνο, την αϋπνία και τις ημερήσιες συνέπειές της (κόπωση, υπνηλία) (MorinandEspie, 2004). Το μοντέλο μάλιστα της ΓΣΨ για την αϋπνία, θεωρεί ως ένα από τους σημαντικότερους παράγοντες συντήρησης του προβλήματος την ανησυχία που δημιουργείται στο άτομο για την αϋπνία του.

Μερμίγκης Χαράλαμπος, ΜD, PhD

Ειδικός Ιατρός Ύπνου (SleepSpecialist), Διευθυντής Εργαστηρίου Ύπνου Ερρίκος Ντυνάν ΗC

Μαίρη Ζ. Νταφούλη

Κλινική Ψυχολόγος

Πιστοποιημένη Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεύτρια (EABCT)

MSc Ιατρική του Ύπνου

Eξωτερική συνεργάτης Εργ. Ύπνου, Ερρίκος Ντυνάν ΗC

Πηγή: Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία της Αϋπνίας (CBT-I)